αλαγγίνη

αλαγγίνη
η (Φαρμ.)
αλκαλοειδές τών φλοιών, τής ρίζας και τών βλαστών τού φυτού Alangium lamarcku.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alangin(e) < alangium, πρβλ. αλάγγιο + κατάλ. -ine, πρβλ. -ίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”